- γείτονας
- ο (θηλ. -ισσα, η) (AM γειτων, ο, η)1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ' τους συγγενείς)β. «πῆμα κακὸς γείτων ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγ' ὄνειαρ» (συφορά είν' ο κακός γείτονας όσο ευλογία ο καλόςΗσίοδ.)3. ως επίθ. ο κοντινός, ο γειτονικός(«ἡ γείτων χώρα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αν η εναλλαγή γειτον- / γειτν- είναι αρχαία και όχι νεώτερος αναλογικός σχηματισμός, πράγμα πιθ., τότε πρόκειται για αρχαϊκή λέξη, η ετυμολ. τής οποίας είναι άγνωστη.ΠΑΡ. γειτονεύω, γειτονίααρχ.γειτοσύνηαρχ.-μσν.γειτονώνεοελλ.γειτονικός, γειτονοπούλα, γειτονόπουλο.ΣΥΝΘ. αστυγείτων, φιλογείτωναρχ.αγείτων, αγρογείτων, αγχιγείτων, αλιγείτων, αστρογείτων, κακογείτων, καπηλογείτων, ποταμογείτων, συγγείτων, φυκογείτωννεοελλ.κακογείτονας, καλογείτονας, κουτογείτονας].
Dictionary of Greek. 2013.